- φεγγαριάζομαι
- 1) страдать лунатизмом;2) чудить; выкамаривать (прост.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φεγγαριάζομαι — Ν [φεγγάρι] 1. υφίσταμαι την κακή, κυρίως, επίδραση τής σελήνης, σεληνιάζομαι 2. πάσχω από σεληνιασμό, είμαι επιληπτικός … Dictionary of Greek
φεγγαριάζομαι — φεγγαριάστηκα, φεγγαριασμένος.1. δέχομαι την κακή επίδραση του φεγγαριού. 2. πάσχω από σεληνιασμό (επιληψία), σεληνιάζομαι, είμαι επιληπτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φεγγάριασμα — το, Ν [φεγγαριάζομαι] 1. η κακή επίδραση τής σελήνης 2. η νόσος ίκτερος, η οποία, σύμφωνα με παλαιότερες δοξασίες, οφείλεται στην κακή επίδραση τής σελήνης … Dictionary of Greek